Στα παλιά, καλά
γουέστερν, οι ληστείες στις τράπεζες στηρίζονταν στη βία και όχι τόσο στην
εξυπνάδα. Τρεις καουμπόηδες με μαντήλια στο πρόσωπο, έμπαιναν στην τράπεζα,
σήκωναν το χρήμα κι έφευγαν γρήγορα για να πιουν τα ποτά τους σε κάποιο διπλανό
σαλούν, αφήνοντας τον τραπεζίτη σε απόγνωση. Αυτά στον κινηματογράφο. Στην
πραγματικότητα, κανένας τραπεζίτης δεν ήταν ποτέ σε απόγνωση, ούτε και είναι, παρά
μόνο αν δεν κερδίζει όσα θέλει. Ως τη δεκαετία του ’70 ο καπιταλισμός
λειτουργούσε με έναν απλό τρόπο. Όποιος έβγαζε κάποιο κέρδος από τη δουλειά
του, το κατέθετε στις τράπεζες. Οι τράπεζες χρησιμοποιούσαν αυτό το κέρδος για
να κάνουν τις δικές τους επενδύσεις. Χρηματοδοτούσαν αυτή την αλυσίδα του
καπιταλισμού, κέρδος-επένδυση, φτιάχνοντας ένα κύκλο επενδυτικό, αλλά
περισσότερο ένα όνειρο. Το όνειρο της συνεχούς ευημερίας.
Στο όνειρο αυτό
οι τράπεζες ήταν ο εγγυητής. Ξαφνικά, όμως, ο καπιταλισμός έπαψε να είναι
παραγωγικός. Να επενδύει, δηλαδή, σε αυτή την αλυσίδα «εργασίας», περιμένοντας
να καταθέσει τα χρήματά του όποιος κερδίζει και στη συνέχεια να δανειοδοτηθεί
από τα κέρδη για να επανεπενδύσει. Οι τράπεζες άρχισαν να γίνονται γραφεία
στοιχημάτων. Μπορούσες, αντί να